- έριδα
- Βλ. λ. Έρις.
* * *η (AM ἔρις, Μ και ἔριτα)1. φιλονεικία, διένεξη, μάλωμα2. λογομαχία, διαφωνία3. διχόνοιαμσν.1. συναγωνισμός2. φρ. «στέκω εἰς ἔριταν» — φιλονικώαρχ.1. ένοπλη ρήξη («ἔριν αἱματόεσσαν», Αισχύλ.)2. άμιλλα, ανταγωνισμός, ζήλος («ἀγαθῶν ἔρις» — ο υπέρ τού καλού ζήλος, Αισχύλ.)3. φυσικό αξίωμα, αρχή («πάντα κατ’ ἔριν γίνεσθαι», Ηράκλ.)4. (ως κύριο όνομα) ἡ Ἔριςα) η θεά, αδελφή τού Άρη, που παρακινεί τους θνητούς σε πόλεμο, σε διχοστασίεςβ) η θεά τής διχόνοιας στον γάμο τού Πηλέως και τής Θέτιδος5. φρ. «κατ’ ἔριν τινός», από αντιζηλία προς κάποιον, Ηρόδ.)6. αττ. τ. αντί ἶρις*.[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Τα παράγωγα ανθρωπωνύμια Αμφ-ήρι-τος, Αν-ήριτος οδηγούν στην υπόθεση ύπαρξης αρχικού θ. σε -ι, ενώ το -τ- είναι υστερογενές. Η υποτεθείσα σύνδεση με τα ερέθω, Ερινύς, ορίνω και με αρχ. ινδ. ari-, ari «εχθρός» είναι αμφίβολη.ΠΑΡ. ερίζωαρχ.εριδαίνω, εριδμαίνω].
Dictionary of Greek. 2013.